- μνηστηρο-κτόνος
μνηστηρο-κτόνος, die Freier tödtend, Schol. Il. 1, 38 u. Lycophr. 156.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνηστηρο-κτόνος, die Freier tödtend, Schol. Il. 1, 38 u. Lycophr. 156.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξενοκτόνος — ξενοκτόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους του ή τους ξένους που φτάνουν στη χώρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μνηστηρο κτόνος] … Dictionary of Greek