- μνηστεία
μνηστεία, ἡ, das Freien, die Werbung; Plut. Cat. min. 30; Luc. D. D. 20, 14. – Plat. Menex. 239 c ist ἔτι τ' ἐστὶν ἐν μνηστείᾳ richtige Lesart für ἀμνηστία, wonach man noch strebt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνηστεία, ἡ, das Freien, die Werbung; Plut. Cat. min. 30; Luc. D. D. 20, 14. – Plat. Menex. 239 c ist ἔτι τ' ἐστὶν ἐν μνηστείᾳ richtige Lesart für ἀμνηστία, wonach man noch strebt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνηστεία — μνηστείᾱ , μνηστεία wooing fem nom/voc/acc dual μνηστείᾱ , μνηστεία wooing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστείᾳ — μνηστείᾱͅ , μνηστεία wooing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήστεια — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «γάμου δῶρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. *μνήστειος] … Dictionary of Greek
μνηστεία — η (ΑΜ μνηστεία) [μνηστεύω] νεοελλ. ο χρόνος κατά τη διάρκεια τού οποίου είναι κανείς αρραβωνιασμένος («η μνηστεία μου διήρκεσε δύο χρόνια») νεοελλ. μσν. αμοιβαία υπόσχεση σύναψης γάμου, αρραβώνας («εκείνας τας ημέρας έγινεν η μνηστεία και μετ… … Dictionary of Greek
μνηστεία — η 1. η αμοιβαία υπόσχεση γάμου, ο αρραβώνας, το αρραβώνιασμα: Μας κάλεσαν για τη μνηστεία της κόρης τους. 2. το διάστημα κατά το οποίο είναι κανείς αρραβωνιασμένος: Ύστερα από έξι μήνες μνηστεία έγινε ο γάμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μνηστείας — μνηστείᾱς , μνηστεία wooing fem acc pl μνηστείᾱς , μνηστεία wooing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστείαι — μνηστείᾱͅ , μνηστεία wooing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστείαν — μνηστείᾱν , μνηστεία wooing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστεῖαι — μνηστεία wooing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστείαις — μνηστεία wooing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
БРАК — общественный, и в частности правовой, институт, заключающийся в продолжительном союзе лиц муж. и жен. пола, составляющем основу семьи. История человечества знает разные формы Б.: моногамный (Б. одного мужа и одной жены), полигамный (многоженство) … Православная энциклопедия