- δορήϊος
δορήϊος, = δούρειος, hölzern, Theophan. ep. (XV, 14).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δορήϊος, = δούρειος, hölzern, Theophan. ep. (XV, 14).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δορήιος — δορήιος, α, ον (Α) ξύλινος … Dictionary of Greek
δορήιον — δορήϊον , δορήιος wooden masc acc sg δορήϊον , δορήιος wooden neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… … Dictionary of Greek