- δορί-ληπτος
δορί-ληπτος, = δοριάλωτος; Soph. Ai. 146. 878, wo δουρίληπτος steht; Eur. Hec. 476 u. sp. D., wie Man. 3, 258.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δορί-ληπτος, = δοριάλωτος; Soph. Ai. 146. 878, wo δουρίληπτος steht; Eur. Hec. 476 u. sp. D., wie Man. 3, 258.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μητρόληπτος — μητρόληπτος, ον (Α) αυτός που κατέχεται ή εμπνέεται από το πνεύμα τής μητέρας τών θεών Ρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ληπτός (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. δορί ληπτος, μουσό ληπτος] … Dictionary of Greek