- δορίς
δορίς, ίδος, ἡ, ein Messer zum Abhäuten (δέρειν) des Schlacht- u. Opferviehes; Poll. 6, 89; VLL.; μάχαιρα μαγειρική Anaxipp. bei Ath. IV, 169 c. Nach Eust. auch = der Opfertisch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δορίς, ίδος, ἡ, ein Messer zum Abhäuten (δέρειν) des Schlacht- u. Opferviehes; Poll. 6, 89; VLL.; μάχαιρα μαγειρική Anaxipp. bei Ath. IV, 169 c. Nach Eust. auch = der Opfertisch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δορίς — δορίς, η (AM) μσν. το θυσιαστήριο, η αγία τράπεζα αρχ. μαχαίρι ειδικό για το γδάρσιμο τών ζώων … Dictionary of Greek
δορίς — sacrificial knife fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορίδα — δορίς sacrificial knife fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορίδας — δορίς sacrificial knife fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορίδες — δορίς sacrificial knife fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξοΐς — ξοΐς, ἡ (Α) σιδερένιο εργαλείο που χρησιμοποιείται στη γλυπτική και στην εξόρυξη, καθώς και στην κατεργασία μεταλλευμάτων ή πετρωμάτων, σμίλη («ξοΐς μεταλλικὸν σκεῡος, και λιθουργικόν», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί πιθ. από την… … Dictionary of Greek
δορί — δόρυ stem neut dat sg (attic) δορίς sacrificial knife fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)