- δορί-πληκτος
δορί-πληκτος, mit dem Speere geschlagen, getroffen; so erkl. Schol. Eur. Andr. 654 δοριπετής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δορί-πληκτος, mit dem Speere geschlagen, getroffen; so erkl. Schol. Eur. Andr. 654 δοριπετής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσόπληκτος — η, ο (AM θαλασσόπληκτος, ον) αυτός που πλήττεται από τη θάλασσα, που τόν χτυπούν τα κύματα («θαλασσόπληκτον νῆσον Αἴαντος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πληκτος < πλήττομαι (πρβλ. δορί πληκτος, κεραυνό πληκτος)] … Dictionary of Greek
θεόπληκτος — θεόπληκτος, δωρ. τ. θεόπλακτος, ον (Α) ο κτυπημένος από θεό, θεοβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. δορί πληκτος, φαντασιό πληκτος] … Dictionary of Greek