δορατο-φόρος

δορατο-φόρος

δορατο-φόρος, = δορυφόρος, Dion. Hal. C. V. p. 107, 1 u. Sp., wie Arr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ναματοφόρος — ναματοφόρος, ον (Α) (μτφ. για τον Χριστό) αυτός που φέρει το ζων ύδωρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶμα, ατος + φόρος (< φέρω), πρβλ. δορατο φόρος, κερατο φόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”