- δορατο-παχής
δορατο-παχής, ές, von der Dicke eines Speeres, Xen. Cyn. 10, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δορατο-παχής, ές, von der Dicke eines Speeres, Xen. Cyn. 10, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνημιοπαχής — κνημιοπαχής, ές (Α) αυτός που έχει τα πάχος κνήμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνημιο (< κνήμη) + παχής (< πάχος), πρβλ. γουνο παχής, δορατο παχής] … Dictionary of Greek