δορυ-άλωτος

δορυ-άλωτος

δορυ-άλωτος, = δοριάλωτος; Xen. Cyr. 7, 5, 35 Hell. 5, 2, 5; Hdn. 2. 13, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… …   Dictionary of Greek

  • θηριάλωτος — θηριάλωτος, ον (Α) αυτός που συνελήφθη από θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + άλωτος (< αλίσκομαι), πρβλ. δορυ άλωτος, ευ άλωτος] …   Dictionary of Greek

  • πυριάλωτος — ον, Α (για θαλασσινά πουλιά) αυτός που συλλαμβάνεται ή αφανίζεται από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + άλωτος (< ἁλίσκομαι), πρβλ. δόρυ άλωτος] …   Dictionary of Greek

  • ταχυάλωτος — ον, Α αυτός που κυριεύεται εύκολα («χώρην εἶχον εὐαίρετόν τε καὶ ταχυάλωτον», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + άλωτος (< ἁλίσκομαι), πρβλ. δορυ άλωτος] …   Dictionary of Greek

  • αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”