δορυ-θαρσής

δορυ-θαρσής

δορυ-θαρσής, ές, speerkühn, muthig; Παλλάς Hermod. ep. (Plan. 170).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευθαρσής — ές (ΑΜ εὐθαρσής, ές) 1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, ο θαρραλέος αρχ. 1. (για μεταφραστές) ο τολμηρός 2. ο ασφαλής, ο ακίνδυνος («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» οι φανερές φυλακές έχουν φανερά και εκείνα τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • κυνοθαρσής — ή κυνοθρασής, ές (Α) θρασύς σαν σκύλος («κυνοθαρσείς, θεῶν ἐπαΐοντες οὐδέν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + θαρσής (< θάρσος «θάρρος»), πρβλ. δορυ θαρσής λυκο θαρσής] …   Dictionary of Greek

  • λυκοθαρσής — και, κατά τον Ησύχ., λυκοθρασής, ές (Α) τολμηρός σαν λύκος, αυτός που έχει το θάρρος λύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + θαρσής (< θάρσος), πρβλ. δορυ θαρσής, κυνο θαρσής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”