- δαίτηθεν
δαίτηθεν, vom Mahle her, Od. 10, 216, ἅπαξ εἰρημέν.; – Theocr. 17, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαίτηθεν, vom Mahle her, Od. 10, 216, ἅπαξ εἰρημέν.; – Theocr. 17, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαίτηθεν — from a feast indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίτη — δαίτη, η (Α) Ι. 1. η δαις 2. (για θεωρία) η βορά II. επίρρ. δαίτηθεν από τραπέζι, γυρίζοντας από φαγοπότι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού δαις* που προήλθε από το ρ. δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ) + (επίθημα) * tā] … Dictionary of Greek