- δαίτη
δαίτη, ἡ, = δαίς, Il. 10, 217 Od. 3, 44. 7, 50; – auch Sp. D., Opp. H. 2, 251, von Thieren, wie Nic. Al. 379.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαίτη, ἡ, = δαίς, Il. 10, 217 Od. 3, 44. 7, 50; – auch Sp. D., Opp. H. 2, 251, von Thieren, wie Nic. Al. 379.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαίτη — δαίτη, η (Α) Ι. 1. η δαις 2. (για θεωρία) η βορά II. επίρρ. δαίτηθεν από τραπέζι, γυρίζοντας από φαγοπότι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού δαις* που προήλθε από το ρ. δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ) + (επίθημα) * tā] … Dictionary of Greek
δαίτη — feast fem nom/voc sg (attic epic ionic) δαίτης priest who divided the victims masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίτῃ — δαίτη feast fem dat sg (attic epic ionic) δαίτης priest who divided the victims masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίτηι — δαίτῃ , δαίτη feast fem dat sg (attic epic ionic) δαίτῃ , δαίτης priest who divided the victims masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίτην — δαίτη feast fem acc sg (attic epic ionic) δαίτης priest who divided the victims masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίτης — δαίτη feast fem gen sg (attic epic ionic) δαίτης priest who divided the victims masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίτῃσι — δαίτη feast fem dat pl (epic ionic) δαίτης priest who divided the victims masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίτῃσιν — δαίτη feast fem dat pl (epic ionic) δαίτης priest who divided the victims masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίτα — δαίτᾱ , δαίτη feast fem nom/voc/acc dual δαίτᾱ , δαίτη feast fem nom/voc sg (doric aeolic) δαίτᾱ , δαίτης priest who divided the victims masc nom/voc/acc dual δαίτᾱ , δαίτης priest who divided the victims masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίτας — δαίτᾱς , δαίτη feast fem acc pl δαίτᾱς , δαίτη feast fem gen sg (doric aeolic) δαίτᾱς , δαίτης priest who divided the victims masc acc pl δαίτᾱς , δαίτης priest who divided the victims masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… … Dictionary of Greek