ξανθίζω — ξανθίζω, ξάνθισα, ξανθισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: ξανθαίνω – ξανθίζω : η έννοια των δύο ρημάτων δεν ταυτίζεται. Το ξανθαίνω σημαίνει γενικά → κάνω κάτι ξανθό ή γίνομαι ξανθός, ενώ το ξανθίζω χρησιμοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις, π.χ.… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξανθίζω — (ΑΜ ξανθίζω) [ξανθός] δίνω σε κάτι ξανθό χρώμα, καθιστώ κάτι ξανθό, ξανθαίνω νεοελλ. καβουρδίζω ελαφρά κάτι, ιδίως κρεμμύδι και αλεύρι, ώστε να πάρει χρυσαφί χρώμα νεοελλ. μσν. έχω ή αποκτώ ξανθό ή υπόξανθο χρώμα αρχ. 1. είμαι ξανθός ή κλίνω προς … Dictionary of Greek
ξανθίζω — ξάνθισα, ξανθίστηκα, ξανθισμένος 1. μτβ., κάνω κάτι ξανθό. 2. μτφ., τσιγαρίζω, ψήνω κάτι στο τηγάνι, στη χύτρα ώσπου να γίνει ξανθό: Ξάνθισε το κρεμμύδι πρώτα. 3. αμτβ., γίνομαι σιγά σιγά ξανθός, ξανθαίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξανθίζετε — ξανθίζω make yellow pres imperat act 2nd pl ξανθίζω make yellow pres ind act 2nd pl ξανθίζω make yellow imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθίζῃ — ξανθίζω make yellow pres subj mp 2nd sg ξανθίζω make yellow pres ind mp 2nd sg ξανθίζω make yellow pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθίζει — ξανθίζω make yellow pres ind mp 2nd sg ξανθίζω make yellow pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθίζον — ξανθίζω make yellow pres part act masc voc sg ξανθίζω make yellow pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθίζοντα — ξανθίζω make yellow pres part act neut nom/voc/acc pl ξανθίζω make yellow pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθίζουσι — ξανθίζω make yellow pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ξανθίζω make yellow pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθίζουσιν — ξανθίζω make yellow pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ξανθίζω make yellow pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξανθισμέναι — ξανθίζω make yellow perf part mp fem nom/voc pl ἐξανθισμένᾱͅ , ξανθίζω make yellow perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)