ξανθίζω

ξανθίζω

ξανθίζω, gelb machen, gelb färben, bräunen; vom Braten, ὀπτᾶτε τουτὶ καὶ καλῶς ξανϑίζετε, Ar. Ach. 1047; Sp.; auch im pass., Ael. V. H. 9, 9. – Intr., gelb sein, wie ξανϑίζουσα ϑρίξ, LXX. – Nach B. A. 284 ξανϑίζεσϑαι τὸ κοσμεῖσϑαι τὰς τρίχας Λάκωνες.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ξανθίζω — ξανθίζω, ξάνθισα, ξανθισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: ξανθαίνω – ξανθίζω : η έννοια των δύο ρημάτων δεν ταυτίζεται. Το ξανθαίνω σημαίνει γενικά → κάνω κάτι ξανθό ή γίνομαι ξανθός, ενώ το ξανθίζω χρησιμοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις, π.χ.… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξανθίζω — (ΑΜ ξανθίζω) [ξανθός] δίνω σε κάτι ξανθό χρώμα, καθιστώ κάτι ξανθό, ξανθαίνω νεοελλ. καβουρδίζω ελαφρά κάτι, ιδίως κρεμμύδι και αλεύρι, ώστε να πάρει χρυσαφί χρώμα νεοελλ. μσν. έχω ή αποκτώ ξανθό ή υπόξανθο χρώμα αρχ. 1. είμαι ξανθός ή κλίνω προς …   Dictionary of Greek

  • ξανθίζω — ξάνθισα, ξανθίστηκα, ξανθισμένος 1. μτβ., κάνω κάτι ξανθό. 2. μτφ., τσιγαρίζω, ψήνω κάτι στο τηγάνι, στη χύτρα ώσπου να γίνει ξανθό: Ξάνθισε το κρεμμύδι πρώτα. 3. αμτβ., γίνομαι σιγά σιγά ξανθός, ξανθαίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξανθίζετε — ξανθίζω make yellow pres imperat act 2nd pl ξανθίζω make yellow pres ind act 2nd pl ξανθίζω make yellow imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθίζῃ — ξανθίζω make yellow pres subj mp 2nd sg ξανθίζω make yellow pres ind mp 2nd sg ξανθίζω make yellow pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθίζει — ξανθίζω make yellow pres ind mp 2nd sg ξανθίζω make yellow pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθίζον — ξανθίζω make yellow pres part act masc voc sg ξανθίζω make yellow pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθίζοντα — ξανθίζω make yellow pres part act neut nom/voc/acc pl ξανθίζω make yellow pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθίζουσι — ξανθίζω make yellow pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ξανθίζω make yellow pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθίζουσιν — ξανθίζω make yellow pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ξανθίζω make yellow pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξανθισμέναι — ξανθίζω make yellow perf part mp fem nom/voc pl ἐξανθισμένᾱͅ , ξανθίζω make yellow perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”