- ξανθο-κάρηνος
ξανθο-κάρηνος, mit blondem Haupte, Bacchus, Hymn., (IV, 524, 15), wie Inscr. 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξανθο-κάρηνος, mit blondem Haupte, Bacchus, Hymn., (IV, 524, 15), wie Inscr. 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λειοκάρηνος — λειοκάρηνος, ον (Α) αυτός που έχει λείο και γυαλιστερό κεφάλι, φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο κάρηνος, χρυσο κάρηνος] … Dictionary of Greek
μιλτοκάρηνος — μιλτοκάρηνος, ον (Α) (για ψάρι) αυτός που έχει κόκκινο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + κάρηνος(< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο κάρηνος, χρυσο κάρηνος] … Dictionary of Greek
οξυκάρηνος — ὀξυκάρηνος, ον (Α) οξυκέφαλος, αυτός που έχει οξεία, σουβλερή κεφαλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο κάρηνος] … Dictionary of Greek
πολυκάρηνος — και επικ. τ. πουλυκάρηνος, ον, Α αυτός που έχει πολλά κεφάλια, πολυκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο κάρηνος] … Dictionary of Greek
χρυσοκάρηνος — και δωρ. τ. χρυσοκάρανος, ον, Α αυτός που έχει χρυσή κεφαλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο κάρηνος] … Dictionary of Greek
ουλοκάρηνος — οὐλοκάρηνος, ον (Α) αυτός που έχει σγουρά μαλλιά, σγουρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + κάρηνα (< κάρα), πρβλ. ξανθο κάρηνος] … Dictionary of Greek
ξανθοκάρηνος — ξανθοκάρηνος, ον (Α) (επίθ. τού Βάκχου) αυτός που έχει ξανθό κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + κάρηνον «κεφαλή» (πρβλ. χρυσο κάρηνος)] … Dictionary of Greek