ξανθο-κόμης

ξανθο-κόμης

ξανθο-κόμης, , mit blondem Haare, Opp. Cyn. 3, 24; ξανϑοκομᾶν Δαναῶν, Pind. N. 9, 17; Theocr. 17, 103.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οπισθοκόμης — ὀπισθοκόμης, ου, ὁ (Α) οπισθόκομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + κόμης (< κόμη), πρβλ. ξανθο κόμης] …   Dictionary of Greek

  • πυρροκόμης — ὁ, Α ο πυρρότριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + κόμης (< κόμη), πρβλ. ξανθο κόμης] …   Dictionary of Greek

  • φριξοκόμης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) φριξόθριξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + κόμης (< κόμη), πρβλ. ξανθο κόμης] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκόμης — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χρυσεοκόμας, και χρυσεοκόμης, Α χρυσομάλλης («χρυσοκόμης Ἔρως», Ανακρ.) αρχ. 1. αυτός που φέρει στα μαλλιά του χρυσά κοσμήματα 2. ως κύριο όν. Χρυσοκόμης ο Απόλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + κόμης (< κόμη), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • άχυρο — Τα ξερά στελέχη που απομένουν μετά το αλώνισμα των δημητριακών και ειδικότερα του σιταριού. Στη γεωργία, τα ά. του σιταριού και του αραβοσίτου θεωρούνται κατάλληλα για τον σχηματισμό της στρωμνής των οικόσιτων ζώων, ενώ αντίθετα τα ά. της κριθής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”