- ξανθό-χροος
ξανθό-χροος, zsgz. ξανϑόχρους, = Folgdm; Mosch. 2, 84; Nonn. D. 11, 179.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξανθό-χροος, zsgz. ξανϑόχρους, = Folgdm; Mosch. 2, 84; Nonn. D. 11, 179.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… … Dictionary of Greek