ξανθότης

ξανθότης

ξανθότης, ητος, ἡ, das Blondsein, die gelbe, bräunliche Farbe, bes. des Haares, Strab. 7, 1, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ξανθότης — yellowness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθότης — yellowness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξανθότητα — Ξανθότης yellowness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθότητα — ξανθότης yellowness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξανθότητι — Ξανθότης yellowness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθότητι — ξανθότης yellowness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξανθότητος — Ξανθότης yellowness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθότητος — ξανθότης yellowness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek

  • ξανθότητα — η (Α ξανθότης, ητος) [ξανθός] η ιδιότητα τού ξανθού, το ξανθό χρώμα, ιδίως τών μαλλιών («τὰ πέραν τοῡ Ῥήνου Γερμανοὶ νέμονται, μικρὸν ἐξαλλάττοντες τοῡ Κελτικοῡ φύλου τῷ τε πλεονασμῷ τής ἀγριότητος και τής ξανθότητος», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”