- δαμαῖος
δαμαῖος, ὁ, der Bändiger, Poseidon, Pind. Ol. 13, 66.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαμαῖος, ὁ, der Bändiger, Poseidon, Pind. Ol. 13, 66.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Δαμαῖος — Horse Tamer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμαίος — ο (Α Δαμαῑος) νεοελλ. βιολ. γένος ακάρεων αρχ. Δαμαῑος επίκληση τού Ποσειδώνος στην Κόρινθο, ιπποδαμαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. επίθ. Δαμαίος < (θ.) δαμα (πρβλ. αόρ. εδάμασα) τού ρ. δάμνημι*] … Dictionary of Greek
Δαμαῖοι — Δαμαῖος Horse Tamer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμαίου — Δαμαῖος Horse Tamer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμαίων — Δαμαῖος Horse Tamer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμαίῳ — Δαμαῖος Horse Tamer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Посейдон — (Ποσειδών; много вариантов Ποσοιδάν и др.) в греческой мифологии бог властитель моря и всей водной стихии, как это явствует из корня ποτ, встречающегося в греческих словах ποτος, ποτίζω, ποτ αμός, в лат. poto и т. д. П. олицетворял собой элемент… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
δάμνημι — (Α) 1. δαμάζω, καταβάλλω (α. «δάμνησι στίχας ἀνδρῶν» κατανικά τις σειρές των πολεμιστών β. «αλλά με χεῑμα δάμναται» αλλά μέ καταβάλλει η κακοκαιρία) 2. (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) δαμναμένη, η α) το φυτό κατανάγκη, ορνιθόπους β) το φυτό κήμος,… … Dictionary of Greek