δαμνῆτις

δαμνῆτις

δαμνῆτις, ιδος, ἡ, die Bändigende, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δαμνήτις — δαμνῆτις ( ιδος), η (Α) αυτή η οποία δαμάζει ή τιμωρεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. δάμνημι. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. από τους τραγικούς κατά το δασπλήτις*] …   Dictionary of Greek

  • δαμνῆτις — she that subdues fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”