- μαδίζω
μαδίζω, kahl machen, die Haare ausraufen, Hippocr.; u. intrans., von den Haaren, ausgehen, = μαδάω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαδίζω, kahl machen, die Haare ausraufen, Hippocr.; u. intrans., von den Haaren, ausgehen, = μαδάω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαδίζω — (I) (AM μαδίζω) μαδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαδώ κατά τα ρ. σε ίζω]. (II) μαδίζω (Μ) 1. (αμτβ.) επιτίθεμαι, συμπλέκομαι, πολεμώ 2. (μτβ.) εκπολιορκώ, κατανικώ 3. (μτβ.) καταβάλλω, νικώ 4. (αμτβ.) ερίζω, φιλονικώ, καβγαδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
μαδίσαι — μαδίζω pluck aor inf act μαδίσαῑ , μαδίζω pluck aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαδισθείς — μαδίζω pluck aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαδισθῇ — μαδίζω pluck aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαδίζειν — μαδίζω pluck pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμαδισμένοι — μαδίζω pluck perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμαδισμένου — μαδίζω pluck perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμαδίσθης — μαδίζω pluck aor ind pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμάδισεν — μαδίζω pluck aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαδίσῃ — μαδίσηι , μάδισις fem dat sg (epic) μαδίζω pluck aor subj mid 2nd sg μαδίζω pluck aor subj act 3rd sg μαδίζω pluck fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάδημα — και μάδισμα, το 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού μαδώ, η αφαίρεση ή η πτώση τών τριχών, τών φτερών ή τών φύλλων 2. μτφ. απόσπαση χρημάτων με δόλιο τρόπο, απομύζηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μάδημα < μαδώ, ενώ ο τ. μάδισμα < μαδίζω] … Dictionary of Greek