βαδίζω

βαδίζω

βαδίζω, fut. βαδίσω u. βαδιῶ, nur bei sp. Gramm.; bei Att. βαδιοῠμαι, z. B. Plat. Conv. 190 d; Dem. 19, 114; schreiten, gehen, wandern, H. h. Merc. 210. 320; bes. zu Fuß, Ggstz ἱππεύειν Xen. Hier. 4, 1; πεζῇ Plut. Thes. 6; von Reitern, Xen. An. 6, 1, 19; von Schiffern Oec. 16, 7; langsam, Schritt vor Schritt gehen, Ggstz τρέχω, Cyr. 2, 3, 10 u. sonst; ὁδὸν βαδ., eine Reise machen, Mem. 2, 1, 12; ὁδοὺς ὀρεινάς Plut. Artax. 24; βάδον Ar. Av. 42; das Ziel gew. mit ἐπί, z. B. ἐπὶ τοὺς βωμούς Is. 9, 7; ἐπί τινα Plut. Thes. 7; ὅποι βούλεται Dem. 1, 12. Uebertr., εἰς τὸ πολίτευμα Arist. Pol. 4. 6. sich daran machen. Auch von Sachen, τὸ πρᾶγμα ἤδη καὶ ποῤῥωτέρω βαδίζει Dem. 23, 203; αἱ τιμαὶ τοῠ σίτου ἐπ' ἔλαττον ἐβάδιζον, die Preise gingen herunter, 56, 9; – βαδιστέον Soph. El. 1502; βαδιστέα Ar. Ach. 369. – Suid. führt aus Cratin. βαδίζου = βάδιζε an.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βαδίζω — walk pres subj act 1st sg βαδίζω walk pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαδίζω — βαδίζω, βάδισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βαδίζω — (AM βαδίζω) 1. κινούμαι, προχωρώ με προβολή του ενός ποδιού και στήριξη του άλλου στο έδαφος, εναλλάξ, σε κανονικό ρυθμό 2. κατευθύνομαι νεοελλ. 1. συμπεριφέρομαι, ενεργώ («καλά βαδίζει») 2. φρ. «βαδίζω επί τα ίχνη κάποιου» ή «βαδίζω στ αχνάρια… …   Dictionary of Greek

  • βαδίζω — ισα 1. περπατώ, προχωρώ αργά: Βαδίζω σταθερά προς την επιτυχία. 2. μιμούμαι κάποιον: Ελπίζω να βαδίσεις στα ίχνη μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαδίζετε — βαδίζω walk pres imperat act 2nd pl βαδίζω walk pres ind act 2nd pl βαδίζω walk imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαδίζῃ — βαδίζω walk pres subj mp 2nd sg βαδίζω walk pres ind mp 2nd sg βαδίζω walk pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαδίσουσι — βαδίζω walk aor subj act 3rd pl (epic) βαδίζω walk fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βαδίζω walk fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαδίσω — βαδίζω walk aor subj act 1st sg βαδίζω walk fut ind act 1st sg βαδίζω walk aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαδιεῖ — βαδίζω walk fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) βαδίζω walk fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαδιζόμενον — βαδίζω walk pres part mp masc acc sg βαδίζω walk pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαδιζόντων — βαδίζω walk pres part act masc/neut gen pl βαδίζω walk pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”