βαμβαίνω — chatter with the teeth pres subj act 1st sg βαμβαίνω chatter with the teeth pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαμβαίνω — (Α) 1. τρέμω και χτυπούν τα δόντια μου 2. τραυλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ονοματοποιημένη λ., που συνδέεται με τα βαβάζω, βαβαί, βάβακος κ.ά. Η σημασία «κλονίζομαι, τρικλίζω» που αποδόθηκε παλαιότερα στη λ. δεν είναι τόσο εύστοχη, όπως επίσης και η… … Dictionary of Greek
βαμβαινόντων — βαμβαίνω chatter with the teeth pres part act masc/neut gen pl βαμβαίνω chatter with the teeth pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαμβαίνει — βαμβαίνω chatter with the teeth pres ind mp 2nd sg βαμβαίνω chatter with the teeth pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαμβαίνοντα — βαμβαίνω chatter with the teeth pres part act neut nom/voc/acc pl βαμβαίνω chatter with the teeth pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαμβαίνοντι — βαμβαίνω chatter with the teeth pres part act masc/neut dat sg βαμβαίνω chatter with the teeth pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάμβαινε — βαμβαίνω chatter with the teeth pres imperat act 2nd sg βαμβαίνω chatter with the teeth imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐβάμβαινον — βαμβαίνω chatter with the teeth imperf ind act 3rd pl βαμβαίνω chatter with the teeth imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαμβαίνειν — βαμβαίνω chatter with the teeth pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαμβαίνεις — βαμβαίνω chatter with the teeth pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαμβαίνοντας — βαμβαίνω chatter with the teeth pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)