- μανδάκης
μανδάκης, ὁ, nach Eust. 818, 23 = δεσμὸς χόρτου, thracisch, Garbenband, id. 1162, 32; τὸν ἵππ ον καίειν ἐμπλέκοντα μανδάκῃ, Hippiatr., was auch μανδακηδὸν καίειν heißt, ibd.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μανδάκης, ὁ, nach Eust. 818, 23 = δεσμὸς χόρτου, thracisch, Garbenband, id. 1162, 32; τὸν ἵππ ον καίειν ἐμπλέκοντα μανδάκῃ, Hippiatr., was auch μανδακηδὸν καίειν heißt, ibd.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μανδάκης — μανδάκης, ὁ (Α) 1. η ταινία με την οποία έδεναν τις θημωνιές τού χόρτου 2. δεμάτι από χόρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για θρακικό δάνειο από το αρχ. ιραν. banda ka «δεσμός» (με τροπή τού b σε m στη Θρακική), που εμφανίζει επίθημα άκης, πρβλ. γαυν… … Dictionary of Greek
μανδάκης — band to tie trusses masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανδάκαι — μανδάκης band to tie trusses masc nom/voc pl μανδάκᾱͅ , μανδάκης band to tie trusses masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανδάκῃ — μανδάκης band to tie trusses masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάνδαξ — μάνδαξ, ακος, ὁ (Α) ο μανδάκης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού μανδάκης*] … Dictionary of Greek
μανδάκας — μανδάκᾱς , μανδάκης band to tie trusses masc acc pl μανδάκᾱς , μανδάκης band to tie trusses masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάντρα — και μάνδρα, η (AM μάνδρα, Μ και μάντρα) 1. περιφραγμένος τόπος, ιδίως για σταβλισμό τών ζώων, στάνη, μαντρί, ποιμνιοστάσιο 2. η κοιλότητα τού δαχτυλιδιού στην οποία προσαρμόζεται ο δακτυλιόλιθος 3. (στον τ. μάνδρα) μοναστήρι, μονή νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
μανίαξ — (Α) μανιάκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού μανιάκης, με επίθημα αξ (πρβλ. μανδάκης: μάνδαξ)] … Dictionary of Greek
μανδάκιον — μανδάκιον, τὸ (Α) [μανδάκης] μικρό δεμάτι … Dictionary of Greek
μανδακηδόν — (Α) επίρρ. κατά δέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανδάκης «δεμάτι» + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. αγελ ηδόν, σωρ ηδόν)] … Dictionary of Greek
mand- — mand English meaning: hurdle, plaited twigs Deutsche Übersetzung: “Rutenverflechtung as Hũrde, Band from Reisern gedreht”? Material: O.Ind. mandurü “ stable “, mandirám n. “house, Gemach”; Gk. (Illyr.?) μάνδρα f. “corral, pen,… … Proto-Indo-European etymological dictionary