- μανδαλωτός
μανδαλωτός, verriegelt, Phot.; φίλημα μανδαλωτόν, ein wollüstiger Kuß, bei dem die Zunge eingesteckt wird, Ar. Thesm. 132. Vgl. ἐπιμανδαλωτός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μανδαλωτός, verriegelt, Phot.; φίλημα μανδαλωτόν, ein wollüstiger Kuß, bei dem die Zunge eingesteckt wird, Ar. Thesm. 132. Vgl. ἐπιμανδαλωτός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μανδαλωτός — μανδαλωτός, ή, όν (AM) βλ. μανταλωτός … Dictionary of Greek
μανδαλωτόν — μανδαλωτός with the bolt shot masc acc sg μανδαλωτός with the bolt shot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμανδάλωτος — η, ο [μανδαλωτός] βλ. αμαντάλωτος* … Dictionary of Greek
μανταλωτός — ή, ό (AM μανδαλωτός, ή, όν) [μανταλώνω] κλεισμένος με μάνταλο, με σύρτη, αμπαρωμένος μσν. αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μανδαλωτόν είδος ηδυπαθούς φιλήματος αρχ. ασελγής … Dictionary of Greek