- δανδαλίς
δανδαλίς, ίδος, ἡ, ein Kuchen vom Mehl gerösteter Gerste, Poll. 6, 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δανδαλίς, ίδος, ἡ, ein Kuchen vom Mehl gerösteter Gerste, Poll. 6, 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δανδαλίς — δανδαλίς, η (Α) βλ. δενδαλίς … Dictionary of Greek
δανδαλίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανδαλίδες — δανδαλίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδαλίς — και δανδαλίς, η (Α) είδος γλυκίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ., που χρησιμοποιούνταν περισσότερο στον πληθ. αριθμό. Η λ. συσχετίστηκε με τον τ. σεμίδᾱλις, αλλά το α τής λ. δενδαλίς, είναι βραχύ. Ίσως πρόκειται για λ. με… … Dictionary of Greek