βαδιστής

βαδιστής

βαδιστής, , der Fußgänger, ταχύς Eur. Med. 11, 82; vom Pferde, ein Paßgänger, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βαδιστής — goer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαδιστής — ο (Α βαδιστής) [βαδίζω] αυτός που βαδίζει, ο πεζοπόρος νεοελλ. ο αθλητής ή όποιος ασχολείται με το άθλημα του βαδίσματος, με το βάδην …   Dictionary of Greek

  • βαδιστής — ο θηλ. βαδίστρια ο αθλητής του αγωνίσματος «βάδην», ο πεζοπόρος: Οι βαδιστές της Εθνικής μας ομάδας είναι εξαιρετικοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαδισταί — βαδιστής goer masc nom/voc pl βαδιστός that can be passed on foot fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαδιστήν — βαδιστής goer masc acc sg (attic epic ionic) βαδιστός that can be passed on foot fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαδιστά — βαδιστά̱ , βαδιστής goer masc nom/voc/acc dual βαδιστής goer masc voc sg βαδιστής goer masc nom sg (epic) βαδιστός that can be passed on foot neut nom/voc/acc pl βαδιστά̱ , βαδιστός that can be passed on foot fem nom/voc/acc dual βαδιστά̱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαδιστικός — ή, ό (Α βαδιστικός, ή, όν) [βαδιστής] αυτός που έχει την ικανότητα να βαδίζει νεοελλ. 1. ο σχετικός με το «βάδισμα» 2. φρ. «ευθύς βαδιστικά» (ο όρος αποδίδεται στους νεοσσούς πτηνών) που μπορούν να βαδίσουν αμέσως μετά την εκκόλαψη …   Dictionary of Greek

  • βαδιστέ' — βαδιστέα , βαδιστέον one must walk neut nom/voc/acc pl βαδιστέε , βαδιστέον one must walk masc voc sg βαδιστέαι , βαδιστέον one must walk fem nom/voc pl βαδιστέᾱͅ , βαδιστέον one must walk fem dat sg (attic doric aeolic) βαδιστέα , βαδιστέος neut …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαδιστέα — βαδιστέον one must walk neut nom/voc/acc pl βαδιστέᾱ , βαδιστέον one must walk fem nom/voc/acc dual βαδιστέᾱ , βαδιστέον one must walk fem nom/voc sg (attic doric aeolic) βαδιστέος neut nom/voc/acc pl βαδιστής goer masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”