- μαδιστήριον
μαδιστήριον, τό, ein Werkzeug, das Haar auszuraufen, wegzunehmen, Haarzange, beim Schol. Ar. Equ. 1232 Erkl. von εὖστρα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαδιστήριον, τό, ein Werkzeug, das Haar auszuraufen, wegzunehmen, Haarzange, beim Schol. Ar. Equ. 1232 Erkl. von εὖστρα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαδιστήριον — μαδιστήριον, τὸ (Α) [μαδίζω] 1. εργαλείο για μάδημα τών τριχών, τριχολαβίδα 2. τόπος όπου γίνεται μάδημα τών τριχών … Dictionary of Greek
μαδιστήριον — instrument for removing hair neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)