δαξασμός

δαξασμός

δαξασμός, , das Jucken, Tim. Locr. 103 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δαξασμός — δαξασμός, ο (Α) ερεθισμός, τσούξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαξ + (επίθημα) –ασμός (πρβλ. δρασμός, σπασμός, μαρασμός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”