- δαμαστήριος
δαμαστήριος, bändigend, bezwingend, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαμαστήριος, bändigend, bezwingend, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαμαστήριος — ια, ιο (Μ δαμαστήριος, α, ον) [δαμαστήρ] αυτός που χρησιμεύει ή συντελεί σε δαμασμό, ο δαμαστικός μσν. το ουδ. ως ουσ. το δαμαστήριον μέσο με το οποίο δαμάζει κανείς, υποτάσσει ή καταστέλλει κάτι («ἀγρυπνία... πνευμάτων δαμαστήριον») … Dictionary of Greek