- δακέ-θῡμος
δακέ-θῡμος, herzbeißend, -kränkend, ἄτη Soph. Phil. 699: δακέϑυμα λέγειν Anacr. 35, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δακέ-θῡμος, herzbeißend, -kränkend, ἄτη Soph. Phil. 699: δακέϑυμα λέγειν Anacr. 35, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δακέθυμος — δακέθυμος, ον (Α) 1. αυτός που πληγώνει την καρδιά, κουραστικός, βασανιστικός II. μσν. επίρρ. δακεθύμως με τρόπο ενοχλητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δακε < (θ.) δακ , τού δακείν (απαρμφ. αορ. τού δάκνω) + θυμός. Για το συνδετικό φωνήεν ε τής λέξης πρβλ … Dictionary of Greek