- μανιάκης
μανιάκης, ὁ, Halsband der Perser u. Kelten, χρυσοῦ, Pol. 2, 29, 8 u. 31, 5; neben στρεπτά, Plut. reipubl. ger. praec. 13. Auch μανίακον (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μανιάκης, ὁ, Halsband der Perser u. Kelten, χρυσοῦ, Pol. 2, 29, 8 u. 31, 5; neben στρεπτά, Plut. reipubl. ger. praec. 13. Auch μανίακον (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μανιάκης — μανιάκης, ὁ (ΑM) χρυσό κόσμημα που φορούσαν οι Πέρσες και οι Γαλάτες γύρω από τον τράχηλο ή γύρω από τον βραχίονα («τῶν μὲν συμμάχων ψέλια χρυσᾱ καὶ μανιάκας... φερομένων», Πλούτ.) μσν. χρυσό περιδέραιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο από τη… … Dictionary of Greek
μανιάκης — μανιάκη necklace fem gen sg (attic epic ionic) μανιάκης necklace masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μανιάκης, Γεώργιος — (11ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Έδρασε την περίοδο της παρακμής της Μακεδονικής δυναστείας, θεωρούμενος ως ένας από τους τελευταίους σημαντικούς στρατιωτικούς. Οι πρώτες επιχειρήσεις του Μ. διεξήχθησαν στη Συρία, με αλλεπάλληλες νίκες οι… … Dictionary of Greek
Μανιάκης, Νικόλαος — (Πάργα 1812 – Πάτρα 1852). Νομικός. Σπούδασε νομικά στην Αγγλία. Όταν τέλειωσε τις σπουδές του, επέστρεψε στην Ελλάδα και διορίστηκε καθηγητής του δικαίου στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας (1826). Μετά τον θάνατο του Άγγλου αρμοστή Γκίλφορντ, ο… … Dictionary of Greek
μανιάκου — μανιάκης necklace masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
μανίαξ — (Α) μανιάκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού μανιάκης, με επίθημα αξ (πρβλ. μανδάκης: μάνδαξ)] … Dictionary of Greek
μανιάκη — μανιάκη, ἡ (Μ) μανιάκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μανιάκης*, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
μανιάκιον — μανιάκιον, τὸ (AM, και Μ μανάκι[ο]ν) [μανιάκης] ο μανιακής* μσν. κόσμημα που φορούσαν γύρω από τον λαιμό ορισμένοι βαθμούχοι τής ιεραρχίας τής βυζαντινής αυλής, περιδέραιο, περιαυχένιο … Dictionary of Greek
μανιάκαι — μανιάκᾱͅ , μανιάκη necklace fem dat sg (doric aeolic) μανιάκης necklace masc nom/voc pl μανιάκᾱͅ , μανιάκης necklace masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανιάκας — μανιάκᾱς , μανιάκη necklace fem acc pl μανιάκᾱς , μανιάκη necklace fem gen sg (doric aeolic) μανιάκᾱς , μανιάκης necklace masc acc pl μανιάκᾱς , μανιάκης necklace masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)