βδελυρεύομαι

βδελυρεύομαι

βδελυρεύομαι, sich abscheulich betragen, Dem. 17, 11, was Phot. bibl. 491, 27 getadelt ist.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βδελυρεύομαι — (Α) [βδελυρός] συμπεριφέρομαι βδελυρά, κατά τρόπο που προκαλεί αηδία …   Dictionary of Greek

  • βδελυρεύσεται — βδελυρεύομαι behave in a beastly manner aor subj mp 3rd sg (epic) βδελυρεύομαι behave in a beastly manner fut ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδελυρεύῃ — βδελυρεύομαι behave in a beastly manner pres subj mp 2nd sg βδελυρεύομαι behave in a beastly manner pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδελυρεύεσθαι — βδελυρεύομαι behave in a beastly manner pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδελυρεύεται — βδελυρεύομαι behave in a beastly manner pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”