βδελυρός — disgusting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδελυρός — ή, ό (AM βδελυρός, ά, όν) αυτός που προκαλεί βδελυγμία, σιχαμένος, αηδιαστικός μσν. το αρσ. ως ουσ. ο βδελυρός ο διάβολος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα βδελυρός (πιθ. αντί *βδελυλός) και βδελύσσομαι σχηματίστηκαν από θ. βδελυ που προήλθε πιθ. από το βδέω μέσω… … Dictionary of Greek
βδελυρά — βδελυρός disgusting neut nom/voc/acc pl βδελυρά̱ , βδελυρός disgusting fem nom/voc/acc dual βδελυρά̱ , βδελυρός disgusting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδελυρώτερον — βδελυρός disgusting adverbial comp βδελυρός disgusting masc acc comp sg βδελυρός disgusting neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδελυρωτάτων — βδελυρός disgusting fem gen superl pl βδελυρός disgusting masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδελυρῶν — βδελυρός disgusting fem gen pl βδελυρός disgusting masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδελυρόν — βδελυρός disgusting masc acc sg βδελυρός disgusting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδελυρώτατα — βδελυρός disgusting adverbial superl βδελυρός disgusting neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδελυρώτατον — βδελυρός disgusting masc acc superl sg βδελυρός disgusting neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδελυραῖς — βδελυρός disgusting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδελυραί — βδελυρός disgusting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)