βδελυρός

βδελυρός

βδελυρός, ekelhaft, scheußlich, verabscheuungswürdig, Plat. Rep. I, 338 d; Ar. Nubb. 415 u. öfter; schamlos, unkeusch, Aesch. 1, 41 u. öfter; καὶ ἀναιδής Dem. 25, 27; vgl. Theophr. Char. 11. – Sp. = stinkend, was nach der Ableitung von βδέω die ursprüngliche Bdtg ist.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βδελυρός — disgusting masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδελυρός — ή, ό (AM βδελυρός, ά, όν) αυτός που προκαλεί βδελυγμία, σιχαμένος, αηδιαστικός μσν. το αρσ. ως ουσ. ο βδελυρός ο διάβολος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα βδελυρός (πιθ. αντί *βδελυλός) και βδελύσσομαι σχηματίστηκαν από θ. βδελυ που προήλθε πιθ. από το βδέω μέσω… …   Dictionary of Greek

  • βδελυρά — βδελυρός disgusting neut nom/voc/acc pl βδελυρά̱ , βδελυρός disgusting fem nom/voc/acc dual βδελυρά̱ , βδελυρός disgusting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδελυρώτερον — βδελυρός disgusting adverbial comp βδελυρός disgusting masc acc comp sg βδελυρός disgusting neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδελυρωτάτων — βδελυρός disgusting fem gen superl pl βδελυρός disgusting masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδελυρῶν — βδελυρός disgusting fem gen pl βδελυρός disgusting masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδελυρόν — βδελυρός disgusting masc acc sg βδελυρός disgusting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδελυρώτατα — βδελυρός disgusting adverbial superl βδελυρός disgusting neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδελυρώτατον — βδελυρός disgusting masc acc superl sg βδελυρός disgusting neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδελυραῖς — βδελυρός disgusting fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδελυραί — βδελυρός disgusting fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”