δαιμονίζομαι — δαιμονίζομαι, δαιμονίστηκα, δαιμονισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δαιμονίζομαι — fate appointed pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιζομένων — δαιμονίζομαι fate appointed pres part mp fem gen pl δαιμονίζομαι fate appointed pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιζόμενον — δαιμονίζομαι fate appointed pres part mp masc acc sg δαιμονίζομαι fate appointed pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδαιμονισμένον — δαιμονίζομαι fate appointed perf part mp masc acc sg δαιμονίζομαι fate appointed perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιζομένη — δαιμονίζομαι fate appointed pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιζομένην — δαιμονίζομαι fate appointed pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιζομένης — δαιμονίζομαι fate appointed pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιζομένοις — δαιμονίζομαι fate appointed pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιζομένου — δαιμονίζομαι fate appointed pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιζομένους — δαιμονίζομαι fate appointed pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)