- δαιμονίς
δαιμονίς, ίδος, ἡ fem. zu δαίμοών, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαιμονίς, ίδος, ἡ fem. zu δαίμοών, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαιμονίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονίς — η (Α) βλ. δαίμονας … Dictionary of Greek
δαιμονίδας — δαιμονίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονίδες — δαιμονίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονίσιν — δαιμονίς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού … Dictionary of Greek