βαύζω — cry pres subj act 1st sg βαύζω cry pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαΰζω — και βαγύζω (AM βαΰζω, Μ και βαγύζω, Α και βαΰσδω) 1. (για σκύλο) γαυγίζω 2. (για άνθρωπο) βρίζω, ουρλιάζω νεοελλ. κλαίω σαν μικρό παιδί αρχ. 1. θρηνώ με κραυγές κάποιον, σκούζω 2. απειλώ κεκαλυμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ρηματικός σχηματισμός που … Dictionary of Greek
βαυζόντων — βαύζω cry pres part act masc/neut gen pl βαύζω cry pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαύζει — βαύζω cry pres ind mp 2nd sg βαύζω cry pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαύζουσιν — βαύζω cry pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βαύζω cry pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαύσδει — βαύζω cry pres ind mp 2nd sg (doric) βαύζω cry pres ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαύζειν — βαύζω cry pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαύζοις — βαύζω cry pres opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαύζοντες — βαύζω cry pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαύζων — βαύζω cry pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άζω — (I) ἄζω (Α) αποξηραίνω, μαραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρ. *azd «ξηραίνω, φρύγω, στεγνώνω, από όπου *azd yo < ἄζω, με φωνητική εξέλιξη τού συμπλέγματος dy σε ζ. ΠΑΡ. αρχ. ἀζαίνω, ἀζαλέος, ἀζάνω, ἄζα*]. (II) ἄζω (Α) 1. φωνάζω α, στενάζω, θρηνώ 2.… … Dictionary of Greek