βαΰζω

βαΰζω

βαΰζω, fut. βαΰξω (onomatopoetisch, bau bau rufen), 1) bellen, βαύξας (nicht βαΰξας) Sophron bei Tzetz. zu Lycophr. 77; βαΰσδω Theocr. 6, 10; Sp. Vgl. Schol. Il. 22, 69; τινά, anbellen, Plut. an seni. 12. – 2) schreien, schmähen, Ar. Th. 173, was 895 durch den Zusatz ψόγῳ βάλλειν erklärt wird; laut fordern, ἄνδρα βαΰζει Aesch. Pers. 13; beklagen, τάδε Ag. 437; Cratin. Ath. IV, 164 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βαύζω — cry pres subj act 1st sg βαύζω cry pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαΰζω — και βαγύζω (AM βαΰζω, Μ και βαγύζω, Α και βαΰσδω) 1. (για σκύλο) γαυγίζω 2. (για άνθρωπο) βρίζω, ουρλιάζω νεοελλ. κλαίω σαν μικρό παιδί αρχ. 1. θρηνώ με κραυγές κάποιον, σκούζω 2. απειλώ κεκαλυμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ρηματικός σχηματισμός που …   Dictionary of Greek

  • βαυζόντων — βαύζω cry pres part act masc/neut gen pl βαύζω cry pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαύζει — βαύζω cry pres ind mp 2nd sg βαύζω cry pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαύζουσιν — βαύζω cry pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βαύζω cry pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαύσδει — βαύζω cry pres ind mp 2nd sg (doric) βαύζω cry pres ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαύζειν — βαύζω cry pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαύζοις — βαύζω cry pres opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαύζοντες — βαύζω cry pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαύζων — βαύζω cry pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άζω — (I) ἄζω (Α) αποξηραίνω, μαραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρ. *azd «ξηραίνω, φρύγω, στεγνώνω, από όπου *azd yo < ἄζω, με φωνητική εξέλιξη τού συμπλέγματος dy σε ζ. ΠΑΡ. αρχ. ἀζαίνω, ἀζαλέος, ἀζάνω, ἄζα*]. (II) ἄζω (Α) 1. φωνάζω α, στενάζω, θρηνώ 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”