- δαιταλάομαι
δαιταλάομαι, schmausen, Lycophr. 654.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαιταλάομαι, schmausen, Lycophr. 654.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαιταλωμένους — δαιταλάομαι feast pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)