- δαιτυμονεύς
δαιτυμονεύς, ὁ, Schmauser, Nonn. D. 2, 666.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαιτυμονεύς, ὁ, Schmauser, Nonn. D. 2, 666.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαιτυμονεύς — δαιτυμονεύς, ο (Α) ο δαιτυμών*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τού δαιτυμών με το επίθημα εύς (πρβλ. ηγεμών ηγεμονεύς)] … Dictionary of Greek