δαιτρεύω — by dividing pres subj act 1st sg δαιτρεύω by dividing pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιτρεύω — (AM) [δαιτρός] μσν. μεταδίδω κάτι σε κάποιον, καθιστώ κάποιον κοινωνό σε κάτι αρχ. 1. μοιράζω, κόβω σε μερίδες το κρέας 2. σφάζω 3. (για άγρια ζώα) κατασπαράσσω, καταβροχθίζω λεία … Dictionary of Greek
δαιτρευθέντα — δαιτρεύω by dividing aor part pass neut nom/voc/acc pl δαιτρεύω by dividing aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιτρεύει — δαιτρεύω by dividing pres ind mp 2nd sg δαιτρεύω by dividing pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιτρεύοντα — δαιτρεύω by dividing pres part act neut nom/voc/acc pl δαιτρεύω by dividing pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιτρεύουσι — δαιτρεύω by dividing pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δαιτρεύω by dividing pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιτρεύουσιν — δαιτρεύω by dividing pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δαιτρεύω by dividing pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίτρευον — δαιτρεύω by dividing imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) δαιτρεύω by dividing imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιτρευθείς — δαιτρεύω by dividing aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιτρευθέντος — δαιτρεύω by dividing aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιτρεῦσαι — δαιτρεύω by dividing aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)