- δαιτρόν
δαιτρόν, τό, das Zugetheilte, die Portion; πίνειν, sein bestimmtes Maaß trinken, Il. 4, 263, vgl. Scholl. Aristonic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαιτρόν, τό, das Zugetheilte, die Portion; πίνειν, sein bestimmtes Maaß trinken, Il. 4, 263, vgl. Scholl. Aristonic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαιτρόν — δαιτρόν, το (Α) μερίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού δαιτρός* από το ρ. δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ) + (επίθημα) τρον ή, κατ άλλους, απευθείας < δαιτρός] … Dictionary of Greek
δαιτρόν — neut nom/voc/acc sg δαιτρός one that carves and portions out masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιτροῦ — δαιτρόν neut gen sg δαιτρός one that carves and portions out masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιτρῶν — δαιτρόν neut gen pl δαιτρός one that carves and portions out masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
dā : dǝ- and dāi- : dǝi- : dī̆- — dā : dǝ and dāi : dǝi : dī̆ English meaning: to share, divide Deutsche Übersetzung: “teilen, zerschneiden, zerreißen” Grammatical information: originally athemat. Wurzelpräsens. Material: O.Ind. dü ti, dyáti “clips, cuts,… … Proto-Indo-European etymological dictionary