- μαμμό-θρεπτος
μαμμό-θρεπτος, von der Großmutter erzogen, verzogen, ein Muttersöhnchen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαμμό-θρεπτος, von der Großmutter erzogen, verzogen, ein Muttersöhnchen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελίθρεπτος — η, ο (Α μελίθρεπτος, ον) αυτός που τρέφεται με μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + θρεπτός (< θρέφω), πρβλ. μαμμό θρεπτος] … Dictionary of Greek
υιόθρεπτος — ὁ, Α θετός γιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + θρεπτός (< τρέφω), πρβλ. μαμμό θρεπτος] … Dictionary of Greek