- μαδός
μαδός, nach Hesych. = λεῖος, Stammwort zu μαδαρός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαδός, nach Hesych. = λεῖος, Stammwort zu μαδαρός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάδος — μάδος, ὁ (Α) 1. λευκή άμπελος («μάδος ἀπὸ βυρσοδεψῶν καταντλούμενος», Διοσκ.) 2. η μαδωνάις,* το φυτό νυμφαία 3. (κατά τον Ησύχ. ως ουδ.) τὸ μάδος εργαλείο για το μάδημα τών τριχών. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < μαδῶ] … Dictionary of Greek
μαδός — μαδός, ή, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μαδαρός». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με μαδῶ, μαδαρός] … Dictionary of Greek
μαδός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάδος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαδόν — μαδός masc acc sg μαδός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαδαί — μαδός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαδήν — μαδός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάδον — μάδος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάδου — μάδος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαδῶν — μαδάω to be moist pres part act masc voc sg μαδάω to be moist pres part act neut nom/voc/acc sg μαδάω to be moist pres part act masc nom sg (attic epic ionic) μαδάω to be moist pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) μαδός fem gen pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
HERALDUS — I. HERALDUS Angliae REx, A. C. 1038. lege Heraldus. II. HERALDUS Germ. Herold, nuntius sacer, qui inter hostium cuneos libere fert imperata; munus antiquissimum et ab Heroum aevo. Exegit enim semper necessitas, ut inter ipsos hostes belli… … Hofmann J. Lexicon universale