- διᾱκονίζω
διᾱκονίζω, = διακονέω, VLL., aber l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διᾱκονίζω, = διακονέω, VLL., aber l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διακονίζω — και διακονίζομαι (Μ διακονίζω) διακονεύω, ζητιανεύω … Dictionary of Greek
διακονεύω — και διακονάω και διακονίζω [διακονιά] 1. ζητιανεύω, επαιτώ 2. ζητώ με παρακάλια … Dictionary of Greek
ՍԱՐԿԱՒԱԳԵՄ — (եցի.) NBH 2 0701 Chronological Sequence: 6c, 12c, 13c, 14c չ.ն. διακονέω, διακονίζω ministerium ago, famulor, inservio, ministro. Պաշտել. սպասաւորել. արբանեկել. ծառայել. ... *Պարտ է անշունչ նիւթ՝ բանաւոր կենդանեաց սպասաւոր լինելով՝ սարկաւագելով… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)