διᾱκονία

διᾱκονία

διᾱκονία, , 1) Dienst, Geschäft; ἑαυτοὺς ἐπὶ τὴν δ. ταύτην τάττουσιν Plat. Rep. II, 371 c; αἱ πρὸς βασιλέα δ. Thuc. 1, 133; Folgde; bes. = Bedienung; bei Tisch, Xen. oec. 7, 41; ἡ περὶ τὸ δεῖπνον, Plut. Lyc. et Num. 2; – im N. T. = Amt des Diakonus. – 2) Bei Athen. V. 208 a = Hausgeräth; Pol. 15, 25 = Dienerschaft.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • διακονία — η (AM διακονία) [διάκονος] 1. εξυπηρέτηση, προσφορά υπηρεσίας 2. περίθαλψη, φροντίδα 3. φιλανθρωπικό ίδρυμα, άσυλο περίθαλψης 4. δοχείο ορισμένης ποσότητας τροφής 5. διακονιά, ζητιανιά μσν. νεοελλ. 1. το αξίωμα, το έργο και το λειτούργημα τού… …   Dictionary of Greek

  • διακονιά — η 1. ζητιανιά, επετεία 2. ελεημοσύνη που δίνεται σε ζητιάνο 3. εκλιπάρηοη που προσιδιάζει σε ζητιάνο 4. (στα μοναστήρια) α) δοχείο β) ορισμένη ποσότητα τροφής ή κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. διακονία*. Η λ. διακονιά χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει… …   Dictionary of Greek

  • διακονία — διᾱκονίᾱ , διακονία service fem nom/voc/acc dual διᾱκονίᾱ , διακονία service fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακονίᾳ — διᾱκονίαι , διακονία service fem nom/voc pl διᾱκονίᾱͅ , διακονία service fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακονία — η 1. υπηρεσία που προσφέρεται με ανιδιοτέλεια, φιλανθρωπικά: Υπάρχουν υπηρεσίες του δήμου που προσφέρουν διακονία στους άστεγους. 2. (εκκλησ.), το αξίωμα και η υπηρεσία του διάκου, του διακόνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακονιά — η η ζητιανιά, η επαιτεία: Πολλοί γέροντες αναγκάζονται σε διακονιά από τη φτώχεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακόνια — διακόνιον cake neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος — Συντονιστικό όργανο της ιεραποστολικής δραστηριότητας της Εκκλησίας. Διοικείται από επταμελές κεντρικό συμβούλιο, πρόεδρος του οποίου είναι ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών, και αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Η Α.Δ. έχει ιδιόκτητο τυπογραφείο… …   Dictionary of Greek

  • διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί …   Dictionary of Greek

  • Мелетий I Китрский — Епископ Мелетий I Επίσκοπος Μελέτιος Α΄ Епископ Китрский Церковь: Элладская православная церковь …   Википедия

  • υπηρετικός — ή, ό / ὑπηρετικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπηρέτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπηρέτη ή σε υπηρέτες (α. «υπηρετικό προσωπικό» β. «ἐν ὑπηρετικῇ μοίρᾳ τινί», Πλάτ.) νεοελλ. 1. δουλοπρεπής, δουλικός («υπηρετική συμπεριφορά») 2. εξυπηρετικός νεοελλ. αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”