- δι-ήθησις
δι-ήθησις, ἡ, das Durchseihen, Durchschlagen, Theophr.; Plut. Symp. 6. 7, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-ήθησις, ἡ, das Durchseihen, Durchschlagen, Theophr.; Plut. Symp. 6. 7, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ήθηση — η (Α ἤθησις) [ηθώ] η ενέργεια τού ηθώ, αποστράγγιση, διύλιση, στράγγισμα, σούρωμα αρχ. (για πέτρες) 1. καθάρισμα, τρίψιμο, λείανση («ἠθήσιος τῶν λίθων», επιγρ.) 2. κοσκίνισμα, καθαρισμός μεταλλεύματος … Dictionary of Greek
ήθισις — ἤθισις, ἡ (Α) (στον Αριστοτ.) πιθανόν εσφ. ανάγν. αντί τού ορθού τ. ήθησις* … Dictionary of Greek