- δι-ήλυσις
δι-ήλυσις, ἡ, Durchgang, Ausgang, Ap. Rh. 4, 1573.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-ήλυσις, ἡ, Durchgang, Ausgang, Ap. Rh. 4, 1573.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ήλυσις — ἤλυσις, ἡ (Α) οδός, πορεία («βραδύπουν ἤλυσιν προτιθεῑσα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί έλευσις από τη μηδενισμένη βαθμίδα (ελυθ ) τού θ. ελευθ (πρβλ. ελεύσομαι, μέλλ. τού ελεύθω «έρχομαι»). Η έκταση τού αρχ. φωνήεντος (η ) πιθ. να οφείλεται σε επίδραση… … Dictionary of Greek
ἤλυσις — step fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλυσίων — ἤλυσις step fem gen pl (epic doric ionic aeolic) ἠλύσια the Elysian neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλύσιος — ἤλυσις step fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤλυσιν — ἤλυσις step fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλυσίη — ἠλυσίη, ἡ (Α) ήλυσις, έλευση. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί τού ήλυσις*] … Dictionary of Greek
περιήλυσις — ύσεως, ἡ, Α 1. η περιέλευση, η μετακίνηση από σημείο σε σημείο 2. η περιστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἤλυσις «οδός, πορεία» αντί ἔλευσις (βλ. λ. ήλυσις)] … Dictionary of Greek
ἠλύσι' — ἠλύσιι , ἤλυσις step fem dat sg (epic doric ionic aeolic) ἠλύσιε , ἤλυσις step fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) ἠλύσια , ἠλύσια the Elysian neut nom/voc/acc pl ἠλύσιαι , ἠλυσίη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διήλυσις — διήλυσις, η (Α) [ήλυσις] δίοδος, πέρασμα … Dictionary of Greek
εξήλυσις — ἐξήλυσις, η (Α) [ἡλυσις] έξοδος, διέξοδος («οὐκ ἔχοντες ἐξήλυσιν ἐκ τοῡ ἄστεος», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
κατήλυσις — κατήλυσις, ύσεως, ἡ (Α) 1. η προς τα κάτω πορεία, κατάβαση, κάθοδος, πτώση 2. επάνοδος, επιστροφή («πρὸ γὰρ τῆς Ἡρακλειδῶν κατηλύσεως», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ήλυσις (< θ. ελυθ , συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας ελευθ τού ἐλεύθω… … Dictionary of Greek