δείλ-ανδρος

δείλ-ανδρος

δείλ-ανδρος, ein feiger Mensch, Arc. p. 74, 24.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακόανδρος — κακόανδρος, ον (Α) άνανδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. δείλ ανδρος, φίλ ανδρος] …   Dictionary of Greek

  • κένανδρος — κένανδρος, ον (Α) (για τόπο) αυτός που δεν έχει άνδρες («πόλιν κένανδρον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + ανδρος (< ἀνήρ), πρβλ. δείλ ανδρος, μεγάλ ανδρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”