δείπνηστος — και δειπνηστός, ο (Α) η ώρα τού δείπνου, τού βραδινού φαγητού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δείπνον + (θ.) εδ (του ρ. εσθίω «τρώγω» πρβλ. άρι σ τον*). Το η τού τύπου είναι προϊόν τού νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. δορπ ηστός)] … Dictionary of Greek
δείπνηστος — meal time masc nom sg δεί̱πνηστος , δειπνηστός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειπνηστός — δεῑπνηστός , δειπνηστός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… … Dictionary of Greek
δειπνηστύς — ( ύος), η (Α) η ώρα του δείπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού δείπνηστος*] … Dictionary of Greek
δειπνιστός — δειπνιστός, ο (Α) [δειπνίζω] ο δείπνηστος … Dictionary of Greek
ed- (*heĝh-) — ed (*heĝh ) English meaning: to eat, *tooth Note: From an older root (*heĝh ) derived Root ed (*heĝh ): “to eat, *tooth” and Root ĝembh , ĝm̥bh : “to bite; tooth” Deutsche Übersetzung: “essen” Note: originally athematic,… … Proto-Indo-European etymological dictionary