δείπνηστος

δείπνηστος

δείπνηστος, , oder δειπνηστός, die Zeit des δεῖπνον, vgl. s. v. v. δεῐπνον und δειπνέω. Homer einmal, Odyss. 17, 170 ἀλλ' ὅτε δὴ δείπνηστος ἔην, als die Zeit des Mittagessens da war, var. lect. δειπνητός, s. Scholl., in denen auch der Accent erörtert wird. – Nic. Th. 761.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δείπνηστος — και δειπνηστός, ο (Α) η ώρα τού δείπνου, τού βραδινού φαγητού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δείπνον + (θ.) εδ (του ρ. εσθίω «τρώγω» πρβλ. άρι σ τον*). Το η τού τύπου είναι προϊόν τού νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. δορπ ηστός)] …   Dictionary of Greek

  • δείπνηστος — meal time masc nom sg δεί̱πνηστος , δειπνηστός masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειπνηστός — δεῑπνηστός , δειπνηστός masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… …   Dictionary of Greek

  • δειπνηστύς — ( ύος), η (Α) η ώρα του δείπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού δείπνηστος*] …   Dictionary of Greek

  • δειπνιστός — δειπνιστός, ο (Α) [δειπνίζω] ο δείπνηστος …   Dictionary of Greek

  • ed- (*heĝh-) —     ed (*heĝh )     English meaning: to eat, *tooth     Note: From an older root (*heĝh ) derived Root ed (*heĝh ): “to eat, *tooth” and Root ĝembh , ĝm̥bh : “to bite; tooth”     Deutsche Übersetzung: “essen”     Note: originally athematic,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”