ίπταμαι — (ΑΜ ἵπταμαι) (μτγν. τ. αντί πέτομαι) ανυψώνομαι στον αέρα, διασχίζω τον αέρα, πετώ νεοελλ. 1. (η μτχ. ενεστ.) ιπτάμενος, η, ο μέλος τού προσωπικού τής πολεμικής ή πολιτικής αεροπορίας το οποίο χρησιμοποιείται κατά την πτήση τών αεροπλάνων, όπως… … Dictionary of Greek
ἵπταμαι — πέτομαι fly pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵπταμ' — ἵπταμαι , πέτομαι fly pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφίπταμαι — ἀφίπταμαι (Α) [ίπταμαι] φεύγω πετώντας … Dictionary of Greek
διίπταμαι — (Α) [ίπταμαι] 1. διαπέτομαι* 2. (για φήμη) διαδίδομαι … Dictionary of Greek
εκπετάζω — ἐκπετάζω (Μ) 1. πετώ, ίπταμαι 2. ορμώ 3. (για τα χέρια) απλώνω («τὰς χεῑρας ἐκπετάσας») 4. (για εξώστη) προεξέχω, προβάλλω … Dictionary of Greek
εξίπταμαι — ἐξίπταμαι (AM) πετώ μακριά ή πετώ προς τα έξω («ἤ ποιεῑ νέων ἐξίπτασθαι καρδίας», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ίπταμαι «πετώ»] … Dictionary of Greek
εφίπταμαι — ἐφίπταμαι (Α) μτγν. τ. ενεστ. τού ἐπιπέτομαι*, πετώ πάνω από κάποιον ή από κάτι, πετώ ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵπταμαι] … Dictionary of Greek
μεθίπταμαι — (Α) μεταβαίνω σε κάποιο τόπο πετώντας, πετώ αλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἵπταμαι] … Dictionary of Greek
μετεωροποιώ — μετεωροποιῶ, έω (ΑΜ) [μετεωροποιός] μσν. ίπταμαι, πετώ αρχ. ανυψώνω, εγείρω … Dictionary of Greek
πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα … Dictionary of Greek