- διά-μορφος
διά-μορφος, gestaltet, Empedocl. 74.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διά-μορφος, gestaltet, Empedocl. 74.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διάμορφος — διάμορφος, ον (Α) με ποικίλες μορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + μορφος < μορφή (πρβλ. εύμορφος, δύσμορφος)] … Dictionary of Greek
ταυρόμορφος — Γιος του Δία και της Περσεφόνης. Ο Δίας παρουσιάστηκε στην Περσεφόνη με τη μορφή δράκου και κατόρθωσε να την κατακτήσει. Ο Τ. ταυτιζόταν με τον Διόνυσο Ζαγρέα. Εικονίζεται συχνά με κέρατα ή με τη μορφή ταύρου. * * * η, ο / ταυρόμορφος, ον, ΝΑ,… … Dictionary of Greek
образъ — ОБРАЗ|Ъ (2058), А с. 1.Внешний вид. облик: ли ˫ако же мѣдѧна˫а зми˫а. образъ ѹбо имѧше змиинъ. Изб 1076, 227; еи чадо. бѹдеть ти ˫ако же ти с˫а обѣща ан҃глъ ˫авивъс˫а въ образѣ моѥмь. ЖФП XII, 46б; и сему чюду дивуемъсѧ. како ѿ персти создавъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)